-
1 δεντροφυτεία
η см. δενδροφυτεία -
2 насаждение
1. (действие) η φύτευση 2. (посаженные растения) η φυτεί/αη δενδροφυτείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > насаждение
-
3 озеленение
η δεντροφυτεία, η δεντρο-φύτευση-ть δεντροφυτεύω, δενδροφυτεύωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > озеленение
-
4 древонасаждение
древонасаждениес ἡ δεντροφυτεία, ἡ δεντροφύτευση [-ις]. -
5 древонасаждение
[ντριεβανασαζντιένιιε] ουσ. ο. δεντροφυτεία -
6 лесонасаждение
[λιεσανασαζντιένιιε] ουσ. ο. δεντροφυτεία -
7 древонасаждение
[ντριεβανασαζντιένιιε] ουσ ο δεντροφυτεία -
8 лесонасаждение
[λιεσανασαζντιένιιε] ουσ ο δεντροφυτεία -
9 лесопосадка
-и θ.1. δεντροφύτευση.2. δεντροφυτεία. -
10 насаждение
-я ουδ.1. φύτευση, -μα•насаждение полезащитных лесных полос φύτευση προστατευτικών δασικών ζωνών.
|| εισαγωγή, μπάσιμο•насаждение культуры εισαγωγή πολιτισμού.
2. φυτεία, δεντροφυτεία, τα φυτευμένα δέντρα•новые -я νέες δεντροφυτείες.
-я ουδ.βλ. насаждение.
См. также в других словарях:
δεντροφυτεία — η φυτεία από νεαρά δέντρα που προορίζονται για περιβόλια: Είναι ιδιοκτήτες μεγάλης δεντροφυτείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)